- συναναιρώ
- -έω, Α1. σηκώνω κάποιον με τη βοήθεια άλλου2. φονεύω κάποιον μαζί με άλλον ή καταστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο3. καταστρέφω εντελώς («τὴν ὑπάρχουσαν εὐδαιμονίαν συνανεῑλες», Iσοκρ.)4. (το παθ.) συναναιρούμαι, -έομαικαταστρέφομαι συγχρόνως ή μαζί με άλλον5. (λογ.) αναιρώ επίσης6. δίνω τον ίδιο χρησμό («ἐὰν ἡ Πυθία συναναιρῇ», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναιρῶ «σηκώνω, φονεύω, ακυρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.